νάφθα

νάφθα
Όρος που χρησιμοποιείται γενικά για τα καύσιμα ορυκτά έλαια. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως ν. το καύσιμο έλαιο, που εναποθηκεύεται σε μεγάλες και μικρές δεξαμενές ή μεταφέρεται σε βυτία ή τροφοδοτεί τους καυστήρες των λεβήτων και των καμίνων καθώς και το γαζόλιο, το οποίο χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης τύπου Ντίζελ. Βλ. λ. πετρέλαιο.
* * *
η (Α νάφθα)
νεοελλ.
χημ.
1. κάθε πτητικό και πολύ εύφλεκτο μίγμα υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται είτε ως διαλύτης ή μέσον αραίωσης είτε ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βενζίνης
2. το ακάθαρτο πετρέλαιο
αρχ.
είδος διαφανούς και εύφλεκτου ελαίου το οποίο λαμβάνονταν από τη βαβυλωνιακή άσφαλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει επιχειρηθεί η σύνδεσή του με την ιραν. ρίζα *nab- «είμαι υγρός», το αβεστ. napta «υγρός», το περσ. naft «νάφθα» καθώς και με τα νέφος, λατ. Neptunus (< ΙΕ ρίζα *nebh-), χωρίς όμως να αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευσή του. Ο λατ. τ. naphtha είναι δάνειο από την Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νάφθα — νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc/acc dual νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc sg (doric aeolic) νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc nom/voc/acc dual νάφθας naphtha masc voc sg νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc gen sg (doric aeolic) νάφθας naphtha masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθα — νάφθα, η και νάφθη, η 1. (χημ.), πτητικό υγρό, συστατικό του ακάθαρτου πετρελαίου. 2. το ακάθαρτο πετρέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάφθᾳ — νάφθαι , νάφθα naphtha fem nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθα naphtha fem dat sg (doric aeolic) νάφθαι , νάφθας naphtha masc nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθας naphtha masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθας — νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem acc pl νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem gen sg (doric aeolic) νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc acc pl νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθαν — νάφθᾱν , νάφθα naphtha fem acc sg (doric aeolic) νάφθᾱν , νάφθας naphtha masc acc sg (epic doric aeolic) νάφθας naphtha masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθης — νάφθα naphtha fem gen sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθῃ — νάφθα naphtha fem dat sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • νάφθας — νάφθας, ὁ (Α) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού νάφθα (βλ. και άφθα)] …   Dictionary of Greek

  • νάφθον — νάφθον, τὸ (Μ) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νάφθα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”